νταγιαντώ
Смотреть что такое "νταγιαντώ" в других словарях:
νταγιαντίζω — και νταγιαντώ και άω 1. δέχομαι αναγκαστικά μια δυσάρεστη κατάσταση, υπομένω, βαστώ, αντέχω («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου τον καημό», δημ. τραγούδι) 2. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω («δεν νταγιαντίζω κανένα») 3. (διαλ.)… … Dictionary of Greek
στερεμός — ο, Ν [στερεύω] 1. στέρεμα 2. στέρηση 3. αποστέρηση προσώπου, χωρισμός («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου στερεμό», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
νταγιαντίζω — και νταγιαντώ (λ. τουρκ.), νταγιάντισα, νταγιαντισμένος, υπομένω, υποφέρω, ανέχομαι, βαστώ: Βάστα καρδιά, νταγιάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)